σακοβελόνα

σακοβελόνα
η
βελόνα για το ράψιμο των σάκων, σακοράφα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακοβελόνη — και σακοβελόνα, η, Ν η σακοράφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + βελόνη / βελόνα] …   Dictionary of Greek

  • σακοράφα — η, Ν 1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα 2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ ιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α …   Dictionary of Greek

  • σακοράφα — η σακοβελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”